εκφωνώ

εκφωνώ
εκφωνώ, εκφώνησα βλ. πίν. 73

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εκφωνώ — ( έω) (AM ἐκφωνῶ) νεοελλ. απαγγέλλω δυνατά, διαβάζω μεγαλόφωνα «εκφωνώ λόγο», «εκφωνώ τα ονόματα τών μαρτύρων» αρχ. μσν. 1. κραυγάζω2. λέγω, αποφαίνομαι 3. προφέρω, απαγγέλλω 4. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με κήρυκα 5. μνημονεύω ρητά, κάνω μνεία 6.… …   Dictionary of Greek

  • εκφωνώ — εκφώνησα, εκφωνήθηκα, εκφωνημένος, μτβ., απαγγέλλω ή λέγω ή διαβάζω μεγαλόφωνα: Εκφωνήθηκαν τα ονόματα των μαρτύρων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… …   Dictionary of Greek

  • συνεκφωνώ — συνεκφωνῶ, έω, ΝΜΑ [ἐκφωνῶ] προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως αρχ. αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.) …   Dictionary of Greek

  • έκφημι — ἔκφημι (Α) λέγω, προφέρω, εκφωνώ, εκφράζω, ξεστομίζω …   Dictionary of Greek

  • αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …   Dictionary of Greek

  • βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …   Dictionary of Greek

  • διέξειμι — (Α) [έξειμι] 1. περνώ απ άκρη σ άκρη, διαβαίνω 2. διασχίζω μια χώρα 3. διαβαίνω, ακολουθώ μια γραμμή σ όλο της το μήκος 4. (για υπολογισμό ή διήγηση) εκθέτω με λεπτομέρειες 5. εξετάζω, ερευνώ 6. εξηγώ, ερμηνεύω 7. απαγγέλλω, εκφωνώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”